Γεώργιος Βιζυηνός "Το αμάρτημα της μητρός μου"

2025-12-10

Ξαναδιαβάζοντας το διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου», ξεκαθαρίζει μέσα μου ποιος μπορεί να «αποτυπωθεί» βαθύτερα και ουσιαστικότερα σ' ένα κομμάτι χαρτί. Τι είναι αυτό που κάνει έναν συγγραφέα να ξεχωρίζει από τους άλλους και ποιες είναι εκείνες οι παράμετροι που θα οδηγήσουν τις «ιστορίες» του να μιλήσουν στον πυρήνα της ύπαρξής μας;

Τελικά, όσο περισσότερο τα πάθη υπερισχύουν της λογικής, όσο οι αντιστάσεις καταλύονται, όσο η έλλειψη καθοδηγεί τις επιλογές και όσο σύντομη ήταν η χαρά που γεύτηκε εκείνος, «ο άνθρωπος της γραφής», τόσο πιο κοντά φτάνει στη ρίζα του «συμπάσχω», «κατανοώ» και «αποδέχομαι να ξαναζήσω το δράμα μου, συγγράφοντας την ιστορία μου εξ' αρχής».

Ο Βιζυηνός ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος· άνθρωπος με ελλείψεις και πάθη. Στο διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου», με καθηλωτική αμεσότητα και δεξιοτεχνία, παραθέτει το ακούσιο έγκλημα, τον εσωτερικό θρήνο που δεν καταλαγιάζει, τις ερινύες που καταδιώκουν και την ανάγκη μιας βακτηρίας που θα υποβαστάξει το βάρος των πεπραγμένων.

Χαρακτηριστικό είναι το σημείο όπου ο αφηγητής περιγράφει την ακατάπαυστη ενοχή της μητέρας:

«Ἡ καημένη ἡ μητέρα μου ἐκουβαλοῦσε μέσα της ἕνα βάσανον, ἕνα σκουλήκι ἀκαταπόνητον…»

Και αλλού:

«Οὔτε ἡμέρα, οὔτε νύκτα εἴχεν ἀνάπαυσιν· ἡ ψυχή της ἤτο γεμάτη θρήνον.»

Η κορύφωση της εξομολόγησης — το σημείο όπου ο θύτης μετατρέπεται σε θύμα — αποτελεί ένα από τα δυναμικότερα αποσπάσματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο Βιζυηνός γράφει:

«Ὅταν μου ἀπεκάλυψε τὸ μυστικόν της, οὐκ ἠδυνήθην πλέον νὰ τὴν κρίνω· ἡ δυστυχία της ἐστάθη μεγαλυτέρα τοῦ ἁμαρτήματός της.»

Η μεταστροφή αυτή είναι που προκαλεί στον αναγνώστη τα ισχυρότερα συναισθήματα: δέος, συγκίνηση, ανακούφιση, οίκτο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, από την περιγραφή, ο αναγνώστης αισθάνεται θυμό, αδικία, θλίψη· όμως μετά την αποκάλυψη, η μητέρα αναδεικνύεται ως τραγική φιγούρα, θύμα των ίδιων των συνθηκών και των ενοχών της.

Ο Βιζυηνός γράφει για τη μητέρα με μια τρυφερότητα που διαπερνά το κείμενο:

«Ἦτο γυνὴ ἀγία, ἀλλὰ τὸ βάρος τοῦ ἁμαρτήματος τῆς ἐλύγιζε τὰ γόνατα.»

Η αξία του έργου παραμένει υψίστη· σχεδόν 140 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση (1883), οι μάχες μεταξύ ενοχής και συγχώρησης, Θεών και δαιμόνων, συνείδησης και ανθρώπινης αδυναμίας, παραμένουν αιώνιες και αναλλοίωτες. Το διήγημα αυτό εξακολουθεί να μιλά στην καρδιά του σημερινού αναγνώστη, γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην κουβαλά δικές του σκιές, μυστικά, πληγές ή ανομολόγητες τύψεις.

Ένα διήγημα που, ακόμη κι αν το έχεις διαβάσει, σίγουρα αξίζει να το ξαναδιαβάσεις — όχι μόνο ως λογοτεχνικό κείμενο, αλλά ως βαθιά ανθρώπινη εμπειρία λύτρωσης και κατανόησης.

Ματίνα Κ. Καρελιώτη