Γκραγκάντα (1972) – Γιάννης Ρίτσος

2025-12-10

Διαβάζοντας τη Γκραγκάντα, αισθάνθηκα πως βρέθηκα στο μάτι ενός γνώριμου κυκλώνα. Λέξεις έρχονταν κι έφευγαν, πετώντας πάνω απ' το κεφάλι μου· άλλες φορές καταλάβαινα περισσότερα απ' όσα ίσως έπρεπε, κι άλλες αναρωτιόμουν για την ίδια μου την αντιληπτική ικανότητα.

Η Γκραγκάντα δεν είναι κάτι απλό. Κι αυτό διότι αποτελεί μια αληθινή κατάθεση ψυχής. Και ποια ψυχή μπορεί να θεωρηθεί «απλή» και «κατανοητή» όταν αποφασίζει να ξεδιπλωθεί; Μέσα από αυτό το έργο, ο Ρίτσος ξεσπά, απελευθερώνεται, αφήνει την ποίηση να ξεχειλίσει και αναγεννιέται σαν Φοίνικας μέσα από τις στάχτες του προσωπικού, επαγγελματικού και καλλιτεχνικού του γίγνεσθαι.
Η Γκραγκάντα, γραμμένη το 1972 κατά τη διάρκεια της χούντας, εντάσσεται στη μεταγενέστερη «λυρική-εξομολογητική» περίοδο του ποιητή, σύμφωνα με τους μελετητές (βλ. Πολίτης, Βαγενάς). Αποτελεί ένα από τα έργα όπου ο υπερρεαλισμός συναντά τη βιωματική οδύνη του δημιουργού.

Δεν χρειάστηκαν πολλά για να στηθούν χίλιες και μία εικόνες στο μυαλό μου όταν διάβασα τους στίχους:

«…αχ, αχ παιδιά μου, αναστενάρια μου – είπε – πατώντας ξυπόλυτα τις μεγάλες φωτιές των αστεριώνε,
από ξερό θυμάρι, αναστημένα συνθήματα, φυλακές, εξορίες, λεβεντιές αδήλωτες…»

Κι ήταν κι αυτό που με έκανε να συνεχίσω μανιωδώς την ανάγνωση:

«…κ' η νύχτα του Ιούνη καταμόναχη μέσα στον κόσμο
σπαρταρώντας μες στον ίδιο της το σπασμό…»

Στα εξήντα δύο του, ο Ρίτσος — έχοντας βιώσει αρρώστια, θανάτους, εξορία, πολιτική απογοήτευση αλλά και τη διεθνή αναγνώριση του έργου του — επιθυμεί να μεταμορφωθεί, σαν τον γλάρο Ιωνάθαν του Μπαχ, και να μεταναστεύσει σε ένα «παραπάνω» επίπεδο. Το επιχειρεί μέσω υπερρεαλιστικών εικόνων που άλλοτε χαϊδεύουν τις μνήμες των κυττάρων μας κι άλλοτε τις δονούν με ορμή:

«…Μάθαμε να ξεχνάμε. Τι να κάναμε; Παρηγοριόμασταν.
Τι φελάει ο θυμός; Ο χρόνος – είπε – δεν κάνει χατήρια.
Κι ο άλλος είπε: Και ποιος του ζήτησε; Ας είν' καλά ο θάνατος

Μέσα στη σύνθετη ποιητική ιστορία συναντάμε τον Λευτέρη, τον Διονύση και τον Θωμά τον Λευκοπάτη — συλλέκτη κομματιών κιμωλίας. Εμφανίζεται ο Θανάσης, που γύρισε «μισότρελος» από το στρατόπεδο και «φτύνει» τις λέξεις. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια τεράστια ανθοδέσμη που την κρατούν σφιχτά η συνωμοσία και η προδοσία· αλλά και με μια «ρωγμή χιόνι» που μένει ζωντανή μέσα στο καλοκαίρι για να μπορούμε να παίρνουμε μιαν ανάσα όταν όλα γίνονται αποπνικτικά.

Πλάι σε αυτές τις εικόνες, που λειτουργούν ως αλληγορικές τοιχογραφίες της νεοελληνικής ιστορίας, ο ποιητής αφήνει και κοφτερές, διαχρονικές αλήθειες:

«…Η πείνα. Μονάχα η πείνα κυβερνά· γι' αυτό
εύκολα κυβερνιούνται οι πεινασμένοι.»

«Αργότερα καθένας ήθελε να μιλήσει για τον φόβο.
Καθένας είχε τον δικό του.
Αν μιλούσαν, θα μεγάλωνε.
Δεν μιλούσαν…»

«…ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ' όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι·
ξυπνούν οι ένοικοι, σκύβουν απ' τα παράθυρα.
Κανείς δεν είναι. Κανείς δεν ήταν ποτέ.
Τι φοβάσαι; Τι έχεις να χάσεις;…»

Η ποίηση είναι η απόδειξη του δισυπόστατου της ύπαρξής μας, κι ο Ρίτσος το επισφραγίζει με τη Γκραγκάντα, καταργώντας την ύλη μέσα από τον χρόνο που κύλησε επάνω του.
Οι κριτικοί (π.χ. Mario Vitti, Λ. Πολίτης) υπογραμμίζουν πως στο έργο αυτό «ο Ρίτσος συνομιλεί με τις ίδιες του τις σκιές», ενώ οι υπερρεαλιστικές εκρήξεις λειτουργούν σαν ψυχικά υπολείμματα των εξοριών του.

Η Γκραγκάντα μπορεί επίσης να θεωρηθεί μια «γροθιά» στο προσωπικό του κατεστημένο γραφής — μια απόπειρα ανατροπής της ίδιας του της ποιητικής ταυτότητας. Αυτή η ρήξη, αυτή η τόλμη, είναι και η μαγεία του έργου.
Κι η μαγεία της γραφής αποκαλύπτεται πάντα εκεί όπου η αίσθηση υπερβαίνει τη δυνατότητα οποιασδήποτε περιγραφής ή ανάλυσης. Η Γκραγκάντα του Γιάννη Ρίτσου το αποδεικνύει στο έπακρο.

Ματίνα Κ. Καρελιώτη