«Καποδίστριας» του Γιάννη Σμαραγδή: όταν το χειροκρότημα γίνεται πολιτική δήλωση

2025-12-28

Υπάρχουν ταινίες που τελειώνουν με τα φώτα να ανάβουν και το κοινό να σηκώνεται μηχανικά να βάζει το παλτό του και να αποχωρεί.. Κι υπάρχουν κι εκείνες που τελειώνουν, αλλά κάτι μέσα στην αίθουσα δεν θέλει να τελειώσει: ένα μουρμουρητό συγκίνησης ή μια σιωπή που μοιάζει με προσευχή, και, ναι, εκείνο το χειροκρότημα που άκουσα κι εγώ την ημέρα που παρακολούθησα την ταινία. Όχι «ευγενικό» χειροκρότημα, από αυτά που κάνουμε για να πούμε «μπράβο, περάσαμε καλά». Αλλά ένα χειροκρότημα σαν ανάγκη. Και, όπως φαίνεται, δεν ήταν μεμονωμένο αφού τα μέσα αναφέρουν πως η ίδια αντίδραση καταγράφεται σε πολλές αίθουσες, σαν ένα παράξενο κύμα συλλογικής εκτόνωσης.

Ο Σμαραγδής, πιστός στο ύφος των ιστορικών-βιογραφικών του, από τον «El Greco» μέχρι τον «Καζαντζάκη», επιστρέφει αυτή τη φορά όχι σε έναν άνθρωπο της τέχνης, αλλά σε έναν άνθρωπο της πολιτικής, και μάλιστα σε εκείνον, που κατά κοινή ιστορική ομολογία, πλήρωσε ακριβά την ιδέα μιας άλλης Ελλάδας.

Ο «Καποδίστριας» δεν στήνεται απλώς ως χρονολογική αναπαράσταση γεγονότων. Προσπαθεί να μπει στον πυρήνα μιας προσωπικότητας που κουβαλάει πάνω της μια ελληνική εμμονή: τον «καθαρό» δημόσιο άνθρωπο. Αυτόν που δεν μπαίνει στην πολιτική για να «τακτοποιηθεί», αλλά για να τακτοποιήσει ένα κράτος που δεν έμαθε ποτέ να τακτοποιείται μόνο του.

Και εδώ είναι το στοίχημα του Σμαραγδή: δεν θέλει να κάνει απλώς «μάθημα Ιστορίας». Θέλει να κάνει κάλεσμα. Ακόμη και το ίδιο το πλαίσιο που δίνει στο έργο, μια πιο «πνευματική», στοχαστική ανάγνωση του ήρωα, δείχνει ότι η ταινία φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως κάτι παραπάνω από βιογραφία: ως εθνικό-ηθικό μανιφέστο.

Η ταινία έχει στιγμές που σε κερδίζει με την καθαρότητα της πρόθεσης: βλέπεις την Ελλάδα να προσπαθεί να γίνει κράτος και, ταυτόχρονα, να σκοντάφτει πάνω στον ίδιο της τον χαρακτήρα. Ο Σμαραγδής ξέρει να χτίζει «μεγάλα» κάδρα και να δουλεύει τη συγκίνηση χωρίς να φοβάται το συναίσθημα, κάτι που για άλλους είναι αρετή και για άλλους υπερβολή. Αλλά εδώ, στο συγκεκριμένο θέμα, η υπερβολή μοιάζει σχεδόν… ιστορικά συνεπής, γιατί κι εμείς, ως λαός, υπερβάλλουμε όταν πονάμε.

Γιατί όμως βγαίνει έτσι αφθόρμητα το χειροκρότημα στο τέλος της ταινίας;

Το χειροκρότημα στην αίθουσα δεν είναι απλώς «κριτική» υπέρ της ταινίας. Είναι πολιτικό, ψυχολογικό, σχεδόν κοινωνιολογικό γεγονός. Γιατί ο Έλληνας χεροκροτά τον Καποδίστρια και όχι απλώς τον Σμαραγδή.

Ίσως γιατί μέσα στην κούραση των ημερών, δεν ζητά πια «άλλες υποσχέσεις». Ζητά νόημα. Ζητά να πιστέψει ότι υπάρχει κάπου ένα μοντέλο ηγεσίας που να μην είναι προϊόν επικοινωνίας, αλγορίθμων και «διαχείρισης εικόνας». Ζητά κάτι παλιομοδίτικο και σπάνιο: αξιοπιστία.

Και κάπου εδώ, η ταινία, θέλοντας και μη, ρίχνει τη σκιά της στο σήμερα. Γιατί, καθώς παρακολουθείς έναν κυβερνήτη να παλεύει με φατρίες, συμφέροντα, μικρότητες και «τοπικές αλήθειες», βλέπεις πόσο συχνά η πολιτική μας μοιάζει να παράγει στρατόπεδα αντί για σχέδιο, και «επικαιρότητα» αντί για στρατηγική.

Το «μπράβο» στον Σμαραγδή αφορά κυρίως στην ιστορική παρακαταθήκη που αφήνει. Μια ταινία που κουβαλάει μνήμη, ταυτότητα, και μια πρόταση συζήτησης για το τι σημαίνει δημόσιο ήθος.

Και ναι: το κράτος όφειλε να είναι αρωγός σε ιστορικές ταινίες, όχι με όρους προπαγάνδας, αλλά με όρους πολιτιστικής πολιτικής. Γιατί ο ιστορικός κινηματογράφος δεν είναι «πολυτέλεια». Είναι εργαλείο παιδείας, εξωστρέφειας, αυτογνωσίας. Σε άλλες χώρες αυτό θεωρείται αυτονόητο. Εδώ μοιάζει να το θυμόμαστε μόνο όταν… ανάβουν τα φώτα της αίθουσας και χειροκροτάμε αυτό που μας λείπει.

Κι ίσως αυτό να είναι το πιο πικρό και ταυτόχρονα ελπιδοφόρο συμπέρασμα:
Το χειροκρότημα στον «Καποδίστρια» δεν είναι μόνο για μια ταινία. Είναι για την Ελλάδα που θα θέλαμε, και που ακόμα, βαθιά μέσα μας, δεν έχουμε πάψει να τη ζητάμε.