«Ο αμνός των Χριστουγέννων»

2025-12-19

Εξήντα χρόνια τώρα, κάθε πρωί, ξεκινούσε απ' το χωριό και ανηφόριζε προς το Διαμαντέλι. Εκεί, στον λόφο του Διαμαντελιού, είχε το μαντρί με τα ζα του. Άλλο δεν ήξερε να κάνει στη ζωή του παρά να τα φροντίζει. Κάποτε μετρούσες διακόσια ζώα στο κοπάδι· τώρα πια δεν τα λόγιζες πάνω από δέκα.

Ο γέρο-Μανώλακας φαμίλια δεν έκανε. Καμιά γυναίκα δεν άντεχε την τραχιά μυρωδιά των ζωντανών, που είχε ποτίσει κάθε πόρο του κορμιού του από τα τόσα χρόνια δίπλα τους. Εκείνον, ωστόσο, αυτή η συνθήκη δεν τον βάραινε. Εξάλλου, με τους ανθρώπους ποτέ δεν τα πήγαινε καλά· ούτε με τους θηλυκούς ούτε με τους αρσενικούς. Τα πρόβατά του, όμως, ήταν ολόκληρη η ζωή του. Και το κατάλαβε τότε που έπαψε να τα πουλά ή να τα σφάζει για να επιβιώσει.

Κάποια Χριστούγεννα, έτσι θυμόταν, η Μπίλιω του γέννησε ένα κάτασπρο, σγουρομάλλικο μπέλικο. Ο γέρο-Μανώλακας το θαύμασε απ' την πρώτη στιγμή. Λευκό σαν το χιόνι, λούφαζε κάτω απ' τα μαστάρια της Μπίλιως και χόρταινε ζωή. Κι εκείνη το έγλειφε αδιάκοπα, το χάιδευε με λαχτάρα, σαν να ήξερε πόσο εύθραυστο ήταν το θαύμα και πόσο δύσκολο να ξεπεράσει τις πρώτες πέντε εβδομάδες.

Δυο μέρες πριν απ' εκείνα τα Χριστούγεννα, ένας νοικοκύρης από το διπλανό χωριό ανέβηκε στο Διαμαντέλι να βρει τον βοσκό. Ήθελε ένα γαλακτάρικο για το γιορτινό τραπέζι και του είχαν πει πως στον Μανώλακα θα έβρισκε. Τα είπαν, τα συμφώνησαν, κι ύστερα ο βοσκός τον οδήγησε στο παχνί για να το δει.

Όταν άνοιξε την παλιά, ξύλινη πόρτα, ψιλές αχτίδες απ' το πρωινό φως γλίστρησαν μέσα. Ο Μανώλακας, που είχε δει πολλά στη ζωή του, τα έχασε μ' αυτό που αντίκρισε. Η Μπίλιω δεν ήταν ξαπλωμένη, όπως κάθε λεχώνα. Δεν ήταν ούτε σκυμμένη να γλείφει το μικρό της. Ήταν καθισμένη. Καθισμένη πάνω στ' άχυρα, με τον κορμό της σηκωμένο, τη ράχη ελαφρά γερμένη προς τα πίσω, σαν άνθρωπος που κρατά το βάρος ενός κόσμου και δεν θέλει να πέσει. Τα μπροστινά της πόδια ήταν μαζεμένα κοντά της —όχι απλώς διπλωμένα, μα τοποθετημένα με τρόπο που έμοιαζε με αγκαλιά. Και μέσα σ' αυτή την παράξενη, σχεδόν ανθρώπινη στάση, κρατούσε το αρνάκι της σφιχτά, προστατευτικά, όπως κρατά η μάνα το μωρό όταν φοβάται μην της το πάρουν.

Το μικρό, κάτασπρο, σγουρομάλλικο, είχε χώσει το κεφάλι του στο πλευρό της και θήλαζε αργά, γαλήνια, δίχως βιασύνη. Η ράχη του ανεβοκατέβαινε σε μικρές ανάσες, τα αυτιά του τρεμόπαιζαν σαν να άκουγε μόνο τον χτύπο της μάνας του. Κι εκείνη, η Μπίλιω, δεν το έγλειφε πια. Δεν το 'σπρωχνε να σηκωθεί. Δεν το μάλωνε όπως κάνουν τα ζώα για να σταθεί στα πόδια του. Μονάχα το κράταγε.

Και έκλαιγε.

Όχι όπως κλαίνε τα ζώα με κραυγές. Έκλαιγε αλλιώς: τα μάτια της ήταν υγρά, οι βλεφαρίδες της βαριές, κι από τις άκρες τους κυλούσαν σταγόνες που χάνονταν στο μαλλί της, σαν βροχή που βρίσκει καταφύγιο. Κάθε τόσο τίναζε το κεφάλι της ανεπαίσθητα, σαν να προσπαθούσε να διώξει τον πόνο, μα ο πόνος δεν έφευγε· έμενε εκεί, καθισμένος μαζί της. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, σπασμένη, και μέσα σ' εκείνη τη ζεστή μυρωδιά του παχνιού, ο Μανώλακας ένιωσε για πρώτη φορά ότι δεν μύριζε μόνο ζώο, αλλά φόβο.

Πάγωσε στο κατώφλι. Το χέρι του έμεινε πάνω στο ξύλο της πόρτας, μισάνοιχτη όπως ήταν, και δεν τόλμησε να κάνει άλλο βήμα, λες και θα 'σπαγε κάτι ιερό. Τα μάτια του πήγαν από τη Μπίλιω στο αρνάκι κι από το αρνάκι πίσω στη Μπίλιω. Κι εκεί, μέσα στις αχτίδες του φωτός, είδε καθαρά το αδύνατο: τη μάνα που ήξερε τι την περίμενε. Που ήξερε πως η αγκαλιά της είχε ημερομηνία λήξης.

Τότε άκουσε μια φωνή μέσα του, ή έξω του, δεν ήξερε, να του λέει:
«Πόσα παιδιά πρέπει να θυσιάσω για να σωθείς;»

Συγκλονίστηκε. Δεν φοβήθηκε. Σκέφτηκε. Κατάλαβε. Ντράπηκε. Πόνεσε.

Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα. Έδιωξε ευγενικά τον νοικοκύρη. Και έμεινε μόνος.

Μόνος ως σήμερα. Με τα δέκα ζα του. Που τον αγαπούν και τα αγαπά. Που, κάποια Χριστούγεννα, του άνοιξαν τα μάτια της ψυχής. Και του έμαθαν, τελικά, πως μπορείς να ζεις χωρίς να θυσιάζεις.